Ένας συντάκτης του ΟΝΕΜΑΝ βγαίνει απ’ την ντουλάπα αρκετούς μήνες αφού βγήκε απ’ το πρακτορείο, το online στοίχημα και τη μαύρη τρύπα του προβληματικού τζόγου.

“Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί το πρώτο μου outing σχετικά με τον εθισμό μου από τον τζόγο. Δημοσιεύτηκε  και αποτέλεσε την αφορμή για τη συγγραφή και την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου, της ‘Δευτέρας’, ουσιαστικά ενός ‘ανοίγματος’ του παρακάτω άρθρου και μιας εμβάθυνσης σε σκοτεινές και φωτεινές στιγμές της εξάρτησης και της απεξάρτησης.

(Πω, τέλεια, δεν έχω ιδέα πώς να ξεκινήσω).

(Λοιπόν).

Με λένε Ηλία, είμαι εξαρτημένος απ’ τα τυχερά παιχνίδια και η ιστορία που θα διαβάσεις δεν έχει πολλή πλάκα. Αλλά είναι εντελώς αληθινή. Εδώ και 22 μήνες είμαι στο πρόγραμμα ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ και την τελευταία περίοδο διάγω την καλύτερη φάση εντός της απεξάρτησης. Αυτή είναι η ιστορία της εξάρτησής μου.

Ένας λόγος που μίσησα τις Κυριακές από μικρός είναι που οι γονείς μου μας φόρτωναν στο σπίτι της γιαγιάς στην Αργυρούπολη. Οι δέκα-δεκαπέντε υπερήλικες παππούδες, θείοι και θείες και το αυγό στη μέση του ρολό με τον κιμά ήταν η παιδική μου ψυχοπλάκωση. Από τότε που έμαθα να συμπληρώνω ΠΡΟ-ΠΟ, δηλαδή στα 10-11, είχα βρει την τέλεια διέξοδο από όλο αυτό. Έκανα υπομονή μέχρι τις 3 το μεσημέρι και μετά παρατούσα το τραπέζι και το σπίτι της γιαγιάς, κατέβαινα στο αυτοκίνητο, άνοιγα την ΕΡΑ ΣΠΟΡ και άκουγα ζωντανά τα ματς. Εννοείται ότι δεν έπαιζα ποτέ κόντρα την ΑΕΚ.

Στα 10-11 ήμουν ήδη αυτό που λες ‘κοινωνικός παίκτης’. Ήταν κάτι σαν το χόμπι μου, μόνο που δεν το μοιραζόμουν με πολλούς συμμαθητές μου. Γιατί ήμουν 10-11.

Τα πρώτα ζόρια ήρθαν στα 17-18 μαζί με το στοίχημα στα πρακτορεία. Για κάποιον λόγο -που δεν επαληθευόταν από τις επιδόσεις μου- πίστεψα από νωρίς ότι είμαι πολύ καλός στο παιχνίδι. Ήταν και ο πατέρας μου που είχε μπερδέψει το ‘διαβάζω με τις ώρες Αρχαία και Λατινικά και γράφω καλά στα διαγωνίσματα’ με το ‘διαβάζω το 12Χ και γράφω καλά προβλέψεις στα δελτία’ και με ενθάρρυνε, έχοντας ήδη αγοράσει την εφημερίδα με τα προγνωστικά κάθε βράδυ Παρασκευής που σχολούσα από το φροντιστήριο.

Πριν κοιμηθώ, έβλεπα μια εκπομπή με κάποιον κοστουμάτο κύριο σε ένα μικρό κανάλι, που με φανταστικά σοβαρό ύφος, προανήγγειλε τα δέκα ματς που είχε ξεχωρίσει από το κουπόνι. Σημείωνα τις προβλέψεις του ευλαβικά. Το πρωί του Σαββάτου, διάβαζα λίγο την εφημερίδα, σύγκρινα τις προβλέψεις μου με αυτές που έλεγε ο κύριος με το κοστούμι και έδινα στον πατέρα μου τα δελτία.

Τα λεφτά δεν έβγαιναν από τις τσέπες μου, αλλά θα έμπαιναν σε αυτές αν κέρδιζα. Εξαιρετικό deal.

Τα απογεύματα του Σαββάτου ερχόταν συνήθως η Ε, η πρώτη μου σχέση και καθόμασταν στο σπίτι. Όσο περνούσαν οι μήνες, έμπαινα ακόμα πιο βαθιά στη δίνη του Σαββατοκύριακου. Μέχρι να λήξουν τα ματς της Ισπανίας στις 8 το βράδυ, η Ε. ήταν δίπλα μου, αλλά εγώ δεν την έβλεπα. Το αυτί στο ραδιόφωνο και τα αποτελέσματα.

Ένα από τα πολλά Σάββατα, έχω στα χέρια μου μια τριάδα που θα έβγαζε το χαρτζιλίκι ενός δίμηνου. Έχω πιάσει τα δύο ματς, το τρίτο (Θέλτα με κάποιον άλλο δε θυμάμαι), το έχω παίξει Χ και είναι 1-1 στις καθυστερήσεις. Ο παραγωγός λέει ‘γκολ για τη Θέλτα στο 93’.

Πετάγομαι από το κρεβάτι, σφίγγω τις γροθιές μου, γρυλίζω, φωνάζω, δεν ξέρω τι ήχοι βγαίνουν απ’ το μίσος για τη Θέλτα που φούντωσε μέσα μου ξαφνικά και αρχίζω να κοπανάω τα χέρια μου στο ξύλο του κρεβατιού. Η Ε. έβαλε τα κλάματα. Ήταν η πρώτη φορά που έκανα έτσι. Θα ακολουθούσαν δεκάδες.

Τέλειωσα στο σχολείο, μπήκα στο Πανεπιστήμιο και η απότομη ελευθερία του πρώτου έτους (ξυπνάω όποτε θέλω, πάω στη Σχολή κατά βούληση και κατά τ’ άλλα καφέδες, συναυλίες, γκόμενες), με συνεπήρε. Στα τέλη του πρώτου εξαμήνου, ενημερωμένος κι εγώ δεν ξέρω από πού (καθώς ποτέ δεν είχα φίλους τζογαδόρους) ότι στο ίντερνετ οι αποδόσεις είναι τρομακτικά καλύτερες (γεγονός), πιέζω τον πατέρα μου να μου δανείσει μια πιστωτική του για να ανοίξω λογαριασμό στο ίντερνετ. Τα καταφέρνω.

Ανοίγω, βάζω 50 ευρώ στο λογαριασμό και παίζω το πρώτο μου online στοίχημα σε ένα ματς της Λιντς. Πόνταρα 1 ευρώ. Ο πατέρας μου είδε το ποντάρισμα και με ρωτάει με νόημα “Γι’ αυτό ανοίξαμε λογαριασμό στο ίντερνετ; Για να παίξουμε 1 ευρώ;”. Λίγους μήνες μετά, είχα ρουφήξει ό,τι υπόλοιπο υπήρχε απ’ τις 7 πιστωτικές του (παχιές οι αγελάδες στις αρχές των 00s).

Έπαιζα πια καθημερινά. Κοιμόμουν, έτρωγα και έπαιζα. Live στοίχημα και λίγο ιντερνετικό καζίνο όταν δεν είχε αγώνες να παίξω live. Στα 22, νομίζω ότι ήμουν ο μόνος 22χρονος στην Ελλάδα που ξενυχτούσε κάθε μέρα παρακολουθώντας baseball και ποντάροντας για νικητές και runs ή ό,τι έβρισκε.

Ένα βράδυ τον χειμώνα 2004, γυρνώντας νυσταγμένος από μπύρες μετά τη Σχολή, σκέφτομαι να παίξω 20 ευρώ σε κάτι εικονικά παιχνίδια (εικονικά πρωταθλήματα, εικονικές κυνοδρομίες, εικονικές ιπποδρομίες) που πρόσφερε η εταιρία σε κάτι τύπους σαν εμένα που δεν είχαν χορτάσει όταν τέλειωνε η κανονική δράση της ημέρας.

Έχασα 500 ευρώ σε μια ώρα. Το πρωί έπρεπε να το πω στον πατέρα μου. Δεν κοιμήθηκα. Του το είπα στις 5 που ξύπνησε. Μου είπε ένα “Όχι ρε Ηλία”. Έφυγα για τη σχολή. Ήμουν χαρούμενος που το έβγαλα από μέσα μου. Κυρίως, ήμουν έτοιμος να ξαναπαίξω.

Το καλοκαίρι του 2004, μετά από ένα βραδινό ματς της Εθνικής στο ιστορικό Euro (καθόλου ιστορικό για μένα, δεν το χάρηκα, είχα χάσει ένα σκασμό λεφτά πάλι) κι ενώ με είχε δελεάσει πολύ το online καζίνο (μπλακτζάκ σε ομαδικό τραπέζι), ξεκίνησα με 30 ευρώ και μπόλικη μουσική (Interpol στο repeat) και κατάφερα να τα φτάσω, μετά από τρεις ώρες, στα 990. Ήθελα άλλα 10 ευρώ για να ανέβω τις σκάλες και να ξυπνήσω τους γονείς μου. Να πανηγυρίσουμε.

Έπαιξα 10 για τα 1000. Έχασα. Έπαιξα 20 για τα 1000. Έχασα. Έπαιξα 40 για τα 1000. Έχασα. Έπαιξα 80 για τα 100. Έχασα. Με τέσσερα σερί bust, είχα πέσει στα 840. 840 ολόκληρα ευρώ έμοιαζαν με 84 cents στα μάτια μου εκείνη τη στιγμή.

Σε περίπου 20 λεπτά, είχα μηδενίσει. Ανέβηκα να κοιμηθώ. Δεν μπορούσα. Μπορεί και να έκλαψα λίγο. Σκεφτόμουν, ‘ρε γελοίε, δεν μπορούσες έστω να κρατήσεις 100 ευρώ για να παίξεις και αύριο; Τι 100; 10! Γελοίε’.

Αν μου μιλούσες για πρόβλημα ή εξάρτηση ή οτιδήποτε εκτός από ατυχία, θα τσακωνόμασταν. Αν είχα μόλις χάσει, μπορεί να ερχόμασταν και στα χέρια. Καθ’ όλη την εξάρτηση, ήμουν απλά άτυχος ή βιαστικός. Αυτά είναι δύο επίθετα που χρησιμοποιούν πολλοί εκεί έξω, προσπαθώντας να θέσουν εαυτούς μακριά από αυτό το ‘τζογαδόρος’ που είναι ταμπού και όχι κάτι που θα παραδέχονταν εύκολα.

Βαθιά μέσα στην εξάρτηση, ένιωθα ξεχωριστός. Τόσο μεταξύ των φίλων μου όσο και μεταξύ των τζογαδόρων (“εγώ δεν είμαι σαν τα αρρωστάκια του πρακτορείου”, “εγώ παίζω online”, “εγώ δεν είμαι ταρίφας, εγώ πάω Πανεπιστήμιο”, “εγώ δεν παίζω Τσάμπιονς Λιγκ και ‘τρέντι’ ματς που παίζουν όλοι σαν τα πρόβατα”, “εγώ ξέρω μέχρι και Β’ Κροατίας”).

Το ‘εγώ’ δεν είναι απλά φουσκωμένο μέσα στον τζόγο. Το ‘εγώ’ είναι τα πάντα. Σου θυμίζω κάτι δικό σου; Με αποχή και όντας σε ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα απεξάρτησης, ειλικρινά το εύχομαι.

Όπως ακριβώς ο Αλέξης Ιβάνοβιτς στον ‘Παίκτη’ του Ντοστογέφσκι που θυμόταν τη μία φορά που μετέτρεψε 1 φιορίνι σε 170, αλλά αγνοούσε τις άπειρες συντριβές του, έτσι κι εγώ και κάθε εξαρτημένος θυμόμαστε μόνο τις νίκες. Αυτές μας οδηγούν (με μαθηματική ακρίβεια στα σκατά).

Ενθουσιαζόμουν με τα κορίτσια που γνώριζα. Τον πρώτο μήνα ήθελα να τις παντρευτώ όλες. Μετά το δίμηνο τις βαριόμουν. Τέλειωνε η ισχύς τους. Τις νικούσε ο τζόγος. Εμένα με είχε κερδίσει κατά κράτος, αλλά δεν ήταν κάτι που θα έβλεπα μέχρι τα 28.

Κοιτώντας πίσω, θυμάμαι πάντα πόσο ριζικά με είχε επηρεάσει μια ατάκα που έλεγε ο Seymour Hoffman στην ‘Τυφλή Ζαριά του Νταν Μαχόουνι’ (σ.σ. αληθινή ιστορία, ο Hoffman έκανε έναν τζογαδόρο που είχε υπεξαιρέσει εκατομμύρια από την εταιρία του για να τα παίξει στη ρουλέτα) μιλώντας σε μια θεραπεύτρια μετά τη φυλάκισή του.

“Η ηδονή που παίρνω από τον τζόγο είναι 99%. Η ηδονή που παίρνω από τη γυναίκα μου είναι 10%”. Το έκανα παντιέρα. Η αλήθεια είναι ότι ο ήρωας που υποδυόταν ο Hoffman αγαπούσε όντως τη γυναίκα του και ήθελε να την παντρευτεί. Φαντάσου.

Τι σημαίνει το ‘βαθιά μέσα στην εξάρτηση’ που είπα πιο πάνω; Σταθερά από το 2005 που βρήκα την πρώτη μου δουλειά στο χώρο (περιοδικό ΜΑΧ) μέχρι το 2011 που θα έκλεινε και θα έμενα άνεργος για λίγους μήνες, έπαιρνα 10 δραχμές το μήνα και έχανα 12. Όχι χάλαγα. Έχανα. Μαζί με τις λίγες που χάλαγα, κάνεις τα μαθηματικά και βλέπεις ότι έμπαινα μέσα κάθε μήνα επί 6 χρόνια.

Υπήρχαν μήνες που πληρωνόμουν την 1η και δεν είχα λεφτά στις 10. Αυτοί οι μήνες ήταν ο κανόνας. Μετά, η μητέρα μου μου άφηνε 10 ευρώ στο τραπέζι για να περάσω τη μέρα μέχρι να τελειώσει ο μήνας.

Ήμουν ένας άνθρωπος 25 ετών, με μια χαρά δουλειά και συμπαθέστατο μισθό, με φίλους, με τα πάντα μπροστά μου κι εγώ διάλεγα να ζω σαν το ζητιάνο τις 20 ή τις 25 μέρες του μήνα. Τι άλλα εσείς;

Κάπως έτσι μπορεί να λύνω την απορία πολλών φίλων ή κοριτσιών μου που τα τελευταία 10 χρόνια με έχουν ακούσει να ακυρώνω εξόδους, καφέδες, ποτά, βόλτες, λέγοντας ότι είμαι άρρωστος ή ότι κάτι έκτακτο συνέβη, αλλά ποτέ ότι δεν είχα όρεξη και λεφτά επειδή προηγουμένως είχα χάσει.

Η εξάρτηση είναι γεμάτη ψέματα. Πρώτα στους εαυτούς μας (“το ελέγχω” (ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΜΑΛΑΚΙΑ όταν ανά πάσα στιγμή ξεφεύγεις και παίζεις παράλογα ποσά και πράγματα), “δεν είμαι σαν τους άλλους”, “όποτε θέλω, το σταματάω” (είπε και δεν το σταμάτησε ποτέ) και μετά στους άλλους.

Ξανασημειώνω ότι αυτό το κείμενο δεν θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό μέχρι τα 28. Όλα όσα γράφω, μπορεί κατά περιόδους να τα ένιωθα και να με έπνιγαν, αλλά ποτέ δεν τα ονόμαζα εξάρτηση. “Πρέπει να το ελαττώσω”, συνήθιζα να λέω. Κορόιδευα τον εαυτό μου.

Θα λέω για πάντα μια ιστορία κάπου στα τέλη του 2007, όταν μετά από ένα τένις γυναικών στο οποίο φυσικά είχα χάσει λεφτά, πήγαινα να βρω την Κ., μια από τις πιο σημαντικές και έντονες σχέσεις που έκανα μέχρι σήμερα. Ήμουν σκασμένος, δεν μιλιόμουν. Εκείνη δεν ήξερε πολλά για το θέμα μου. Βλέποντάς την πολύ απογοητευμένη που της ακύρωσα κάτι για εκείνη τη μέρα (επειδή είχα χάσει κι επειδή δεν είχα όρεξη, το ίδιο είναι), της φώναζα πάνω από το κλειστό στο Λόφο του Στρέφη.

“Συγγνώμη, δεν έχει να κάνει καθόλου με σένα. Έχω όρεξη για τα πάντα όταν κερδίζω, δεν έχω όρεξη για τίποτα όταν χάνω”.

Επειδή ειλικρινά δεν θα αντέξω κανένα ‘χιουμοριστικό’ σχόλιο τύπου “ρε φίλε, ήσουν αδιάβαστος ή έπαιζες λάθος ή τι κάθεσαι και μας γράφεις, ήσουν απλά άσχετος από στοίχημα”, να ξεκαθαρίσω για τους ‘διαβασμένους’ ότι έχω κερδίσει αρκετά λεφτά αρκετές φορές. Ο μόνος λόγος που χαιρόμουν όταν τα κέρδιζα ήταν γιατί θα είχα να παίζω. Ποτέ δεν τράβηξα όλα τα κέρδη μιας μεγάλης νίκης για να πάω, πχ. ένα ταξίδι. Αρχίζοντας να παραδέχομαι ότι ήμουν ασυγκράτητος, έβγαζα ένα ποσό για τα μάτια του κόσμου και άφηνα ένα άλλο διαθέσιμο για παιχνίδι. Εννοείται ότι έπαιζα πια κόντρα την ΑΕΚ.

Κανένας τζογαδόρος που να έχω γνωρίσει στο πρόγραμμα δεν έπαιζε για να βγάλει λεφτά. Όλοι έπαιζαν γιατί γούσταραν το παιχνίδι. Γιατί τους έτρεφε ο τζόγος. Όπως θα έλεγα από μόνος μου μετά από 1-2 συνεδρίες με τη θεραπεύτριά μου, “έπαιζα για να καλύψω τα κενά μέσα μου”, “έπαιζα γιατί δεν ήθελα να δουλέψω τα θέματά μου”.

Αυτό δεν σημαίνει πως όποιος έχει θέματα, πάει και καταστρέφεται στα τυχερά παιχνίδια. Σίγουρα όμως, αυτός που έχει θέματα, τα ξέρει και δεν κάνει κάτι για να τα λύσει, απλά αναβάλλει (και προφανώς ‘δουλεύει’) τον εαυτό του. Άλλη συζήτηση αυτή.

Οι μοναδικές μέρες που απείχα ήταν οι μέρες που δεν είχα λεφτά και που η μητέρα μου δεν μπορούσε να βρει από πουθενά για να μου δώσει. Κάποιες φορές ήταν 5 μέσα στο μήνα, κάποιες 10, κάποιες καμία. Τυχερός μέσα στο χάος, φρόντισα να χρωστάω μόνο σε δικούς μου ανθρώπους και όχι σε τράπεζες ή ξένους. Την ‘τύχη’ αυτή την εξαργυρώνω σήμερα που απλά (αστείο το ‘απλά’, αλλά αλήθεια) χρωστάω μόνο μια πιστωτική κάρτα.

Τον Μάιο του 2011, το ΜΑΧ έκλεισε και εγώ έμενα για πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια χωρίς δουλειά. Ήμουν τόσο βυθισμένος στον τζόγο που έπαιζα ό,τι έβρισκα μπροστά μου όταν άνοιγα το pc.

Βόλεϊ Κορέας; Ναι. Bowls (σ.σ. πανάρχαιο άθλημα-έθιμο των Γάλλων στην αγγλική του εκδοχή); Ναι. Κρίκετ; Είχα από χρόνια γίνει εξπέρ και σήμερα κρατώ την αγάπη μου για το άθλημα, χωρίς να το μπλέκω με ειδικά στοιχήματα. Lacrosse; Ναι, Speedway; Δεν έμαθα ποτέ τι είναι αυτό, αλλά ναι, φυσικά και έπαιζα αν δεν υπήρχε κάτι. Έπαιζα πια τυφλά και παθολογικά. Όποτε κέρδιζα, απλά φρόντιζα να ρίχνω τα λεφτά σε κάτι που θα έβλεπα στην τηλεόραση. Να το ευχαριστηθώ. Γελάει ο κόσμος. Κλαίει βασικά.

Ένα πρωί Σαββάτου είχα παίξει under 46,5 ένα σετ ρωσικού βόλεϊ κι όταν έγινε το 24-22 αντί για το 25-21, έσπασα με την άρθρωση του δείκτη (μ’ αυτή που χτυπάς τις πόρτες) την οθόνη του λάπτοπ μου. Ένιωσα αξιοθρήνητος. Ήμουν αξιοθρήνητος.

Το θέμα όμως δεν είναι το τι έπαιζα. Το θέμα είναι ότι σκεφτόμουν 24 ώρες τη μέρα (εννοείται και στον ύπνο μου), τι θα παίξω. Το θέμα είναι ότι όλη μου η ψυχολογία εξαρτιόταν από αυτό. Το θέμα είναι ότι έλεγα ψέματα. Το θέμα είναι ότι δεν ζούσα.

Πριν βρω δουλειά στην24 Media, πέρασα την κορύφωση του δράματος. ‘Ήταν τρεις μήνες ανεργίας που με βοήθησαν να διαλύσω κάθε σύννεφο αμφιβολίας σχετικά με το αν είμαι τζογαδόρος. Πολύ πριν μιλήσω με τον Μίχαλο και κλείσω στην εταιρία, έχασα μια τίμια αποζημίωση, χρέωσα μια ολόκληρη πιστωτική και πέταξα δύο μισθούς, παίζοντας και χάνοντας τα πάντα ΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑ ΜΗΝΑ.

Στο τέλος, στον απόλυτο πάτο, στη σκέψη “Όχι, δεν παίζει στα 35 μου να είμαι ένας τέτοιος αυτο-καταστροφικός ξεφτίλας”, σήκωσα το τηλέφωνο και κάλεσα στο ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ.

Τους είπα την ιστορία μου, απάντησα στις ερωτήσεις και με ενημέρωσαν ότι μπαίνω στη λίστα αναμονής, που κατά μέσο όρο κρατάει 3 μήνες. Με κάλεσαν μετά από 8 μήνες. Όχι επειδή με ξέχασαν, αλλά επειδή δεν ξαναπήρα ούτε ένα τηλέφωνο μετά από εκείνο τον πάτο. Βασικά, επειδή μόλις ξανάπιασα δουλειά, συνέχιζα να παίζω μετά από μια αναγκαστική αποχή 40 ημερών που δεν είχα σάλιο.

Στο πρόγραμμα μπήκα τέλη Μαρτίου του ’12. Με ατομικές και ομαδικές συνεδρίες. Γνώρισα δεκάδες τζογαδόρους, γνώρισα το συναίσθημα του να βλέπεις παντού γύρω σου έναν καθρέφτη που δείχνει το πρόσωπό σου. Μόνο το όνομα άλλαζε κάθε φορά.

Όλοι τους νόμιζαν ότι δεν είχαν πρόβλημα, ότι το ελέγχουν, ότι δεν ήταν σαν τους άλλους, ότι δεν έπαιζαν πολλά. Εγωισμός, το δεξί χέρι του τζόγου. Δεν έγινα ξαφνικά σοφός ούτε ξαφνικά γαμάτος. Απλά άνοιξαν τα μάτια μου. Έριξα ταπεινά τον εγωισμό μου και παραδέχτηκα το πρόβλημά μου. Μετά από αυτό, προσπάθησα να το αντιμετωπίσω.

Μέχρι σήμερα έχω κάνει 3 υποτροπές. Δεν πατήθηκε κάποιο κουμπάκι μέσα μου, δεν έγινε ένα απλό κλικ όπως μου έλεγε ο Πουλικάκος μιλώντας για τη δική του απεξάρτηση και άλλαξαν τα πάντα.

Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που θα δικαιώσω ένα κλισέ. Δύο για την ακρίβεια. Δύο συνεχόμενα. “Αν θες να αποκτήσεις κάτι που δεν είχες ποτέ, πρέπει να κάνεις κάτι που δεν έχεις ξανακάνει” και “Σημασία δεν έχει πόσες φορές θα πέσεις, αλλά πόσες θα σηκωθείς”.

Κατά τη διάρκεια των υποτροπών μου, θεωρούσα αδιανόητο να αρχίσω να μετράω μέρες αποχής από την αρχή. Κάθε φορά που με νίκησε ο τζόγος όσο ήμουν στο πρόγραμμα, τα πάντα μου φάνηκαν βουνό. Πιο ψηλό κάθε φορά. Αλλά φαίνεται ότι είχα αποφασίσει να σταματήσω. Και ξανασηκώθηκα. Και τώρα είμαι όρθιος. Σου είπα τη μισή αλήθεια.

Δεν γράφω αυτό το κείμενο μόνο για να ευαισθητοποιήσω. Το γράφω για να έχω ακόμα ένα όπλο πάνω μου την επόμενη φορά που θα μου περάσει απ’ το μυαλό να ξανακυλήσω.

Οι φίλοι μου μες στην ομάδα είναι η ίδια η απεξάρτηση. Σου το ξανάπα, δεν γίνεται να βγεις μόνος σου από όλο αυτό. Άνθρωποι που το έχουν ζήσει ακριβώς όπως εσύ (το τι και το πόσα έπαιζε ο καθένας ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΗΜΑΣΙΑ εδώ). Έχω δει ανθρώπους να τελειώνουν το πρόγραμμα. Έχω δει ανθρώπους να φωτίζονται. Ξέρω ότι γίνεται και πιστεύω ότι θα τα καταφέρω.

Δεν ήξερα πώς είναι η ζωή χωρίς να παίζεις. Το βλέπω εδώ και πολλούς μήνες. Είναι φοβερά όμορφη. Ζω. Στεναχωριέμαι, χαίρομαι, ερωτεύομαι, κάνω λάθη, προσπαθώ, βλέπω τους φίλους μου, κάνω πράγματα, έχω σκοπό να κάνω άλλα τόσα. Μπορεί να σου ακούγεται μαλακία ή σαν έκθεση ενός 6χρονου, αλλά είναι απλά η οπτική κάποιου που κάποτε ζούσε μόνο για τον τζόγο.

Οι εξαρτήσεις είναι παντοδύναμες, αλλά εμείς είμαστε πιο δυνατοί. Αρκεί να μην κάνουμε άλλο τα στραβά μάτια και να το πιστέψουμε.

Νεκτάριε, Χρήστο Β. και Χρήστο Γκ., αυτό είναι για εσάς.”

Σχόλια