Την εμπειρία του από την εργασία του σε γνωστή εταιρεία πόκερ στο Δουβλίνο, μεταφέρει ο Γιώργος Μυλωνάς, παρουσιάζοντας αναλυτικά όλα όσα είδε, βίωσε και κατάλαβε στον ελάχιστο χρόνο που παρέμεινε στην εργασία του.
Το casinonews.gr, μεταφέρει αυτούσιο το άρθρο του, όπως αυτό μεταδόθηκε από το “Oneman.gr”.
Πρώτο Μέρος
Κέντρο εξυπηρέτησης πελατών, εταιρεία διαδικτυακού πόκερ, Δουβλίνο, 1950 ευρώ καθαρός μισθός, δωρεάν μεταφορά από και προς τον χώρο εργασίας’ συν κάμποσα ακόμα μπόνους. Δεκαπέντε λεπτά από όταν έστειλα το βιογραφικό μου στη συγκεκριμένη αγγελία χτύπησε το κινητό. ”Ξέρετε πού πέφτει το Δουβλίνο”; Με ρώτησε μια Αγγλίδα εκπρόσωπος εταιρείας εύρεσης ανθρώπινου δυναμικού, με ύφος που δήλωνε την πεποίθηση της πως όταν εκείνοι έχτιζαν το Big Ben εμείς τρώγαμε ακόμα βελανίδια.
Μετά από μία μίνι συνέντευξη πείστηκε ότι δεν μιλούσε με μπαμπουίνο και μου έκλεισε ένα τηλεφωνικό ραντεβού με μία κυρία Mcκάτι, υπάλληλο της εταιρείας διαδικτυακού πόκερ, στις 4/12 στις 18:00 στο σταθερό μου τηλέφωνο. Σημειωτέον βρισκόμασταν ακόμα στις αρχές Νοέμβρη. Έγραψα σ’ ένα ένα post-it την μέρα και την ώρα του ραντεβού μας και άρχισα να τηλεφωνώ σε φίλους για να διηγηθώ το πώς πληκτρολογώντας ‘greek speakers wanted’ στο Google, με είχε φέρει ένα βήμα από το να κερδίσω το Τζόκερ.
Το 2009, όταν είχε πρωτοξεσπάσει η κρίση ήθελα απελπισμένα να φύγω από την Ελλάδα. Τα αγγλικά μου δεν βρίσκονταν σε τέτοιο επίπεδο ώστε να αναζητήσω δημοσιογραφική δουλειά στο εξωτερικό, οπότε το μόνο που μπορούσα να αξιοποιήσω από το βιογραφικό μου ήταν ότι μιλούσα ελληνικά και ότι είχα δυόμιση χρόνια εμπειρία σε τηλεφωνικά κέντρα.
Με το πρώτο enter που πάτησα μετά από το ‘greek speakers wanted’, εμφανίστηκαν μπροστά μου δεκάδες αγγελίες που ζητούσαν Έλληνες σε κέντρα εξυπηρέτησης πελατών στοιχηματικών εταιρειών, οι οποίες είχαν ως βάση συνήθως το Γιβραλτάρ, τη Μάλτα, το Άμστερνταμ και το Λονδίνο.
Το 2009 το Γιβραλτάρ δεν μας είχε βάλει καν γκολ, από τη Μάλτα ήξερα μόνο το γεράκι, ενώ το Άμστερνταμ και το Λονδίνο τα είχα επισκεφθεί και δεν πίστευα ότι ήθελα να ζήσω εκεί
Το Δουβλίνο έμοιαζε τεφαρίκι
Στις 4/12 από τις 17:55 κάθισα πάνω από το σταθερό μας τηλέφωνο και περίμενα. Το κοιτούσα. Με κοιτούσε. Το κοιτούσα. Με κοιτούσε. ”Αλήθεια τώρα, περιμένεις να χτυπήσω”; μου φάνηκε πως μου είπε κάποια στιγμή και κατέβασα το βλέμμα από ντροπή. Στις 18:01 προς έκπληξη μας, εμού και του τηλεφώνου, χτύπησε. Η κυρία Mcκάτι με καλησπέριζε με μια προφορά που θα κανε ακόμα και Σφακιανό που μιλάει αγγλικά να μοιάζει με λόρδο. Για τα επόμενα είκοσι λεπτά απαντούσα στις ερωτήσεις της.
Το πρόβλημα ήταν πως δεν καταλάβαινα πάνω από το 50% όσων έλεγε, οπότε κάποιες απαντήσεις μου ήταν random. Σίγουρα σε κάποια ερώτηση τύπου ‘Ποιο είναι το μεγαλύτερο σας πλεονέκτημα’, απάντησα ‘μου αρέσει το σινεμά και το καλό φαγητό’.”Να περάσετε καλά τα Χριστούγεννα και αν σας επιλέξουμε θα σας καλέσουμε μετά τις γιορτές”. Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο η τελευταία της φράση ειπώθηκε -ή έστω έτσι μου φάνηκε- τόσο καθαρά όσο θα την έλεγε δασκάλα αγγλικών στην A Junior.
Free Money? Yes, Please!
Οι γιορτές πέρασαν, ο Γενάρης είχε μπει ήδη στο τρίτο δεκαήμερο του και η υπόθεση Δουβλίνο είχε απομακρυνθεί τόσο που νόμιζα ότι η Ιρλανδία είχε φτάσει πλέον στον Ειρηνικό. Στις 22 Γενάρη, ανήμερα των γενεθλίων μου, χτυπάει το κινητό μου. ”Τάξε μου” ή με κάτι αντίστοιχο αγγλικό που να μοιάζει, ξεκίνησε την πρόταση της η εκπρόσωπος του γραφείου ευρέσεως εργασίας και ολοκλήρωσε ζητώντας μου να της στείλω τα στοιχεία του διαβατηρίου μου για να μου κλείσει δύο πτήσεις από Αθήνα προς Δουβλίνο και τούμπαλιν, καθώς και διαμονή στην ιρλανδική πρωτεύουσα, μιας και η εταιρεία πόκερ ήθελε να κάνουμε και μία συνέντευξη από κοντά.
Σήκωσα τα χέρια μου στον ουρανό κι ευχαρίστησα τον Δία, το Θεό, τον Όντιν και τον Βελζεβούλη. Κανείς δεν μπορεί να το είχε σκαρώσει όλο αυτό μόνος του
Στο επόμενο πλάνο βρίσκομαι στο ταξί -σιγά μην έπαιρνα ταξί αν δεν μου είχαν πει όταν θα το πλήρωναν εκείνοι- από το αεροδρόμιο του Δουβλίνου προς το ξενοδοχείο που μου είχε κλείσει η εταιρεία. Φορούσα το παλτό μου και το καλό μου παπούτσι, αλλά μόλις έφτασα στην είσοδο του υπερλούξ ξενοδοχείου ένιωσα πως δεν ήμουν κατάλληλα ντυμένος ούτε για τα Aηδονάκια.
Βρήκα το θάρρος, μπήκα στο ξενοδοχείο και σε δύο λεπτά με είχαν οδηγήσει στο δωμάτιο μου. Θυμάστε τα φοιτητόσπιτα στην Πλάκα στις σειρές του Παπακαλιάτη; Ε, έμοιαζαν με στρούγκες μπροστά στο δωμάτιο που μπήκα. Η μπανιέρα του ήταν ολυμπιακών διαστάσεων, το μπαρ του (ναι είχε και μπαρ) διέθετε περισσότερα ποτά και ξηροκάρπια από την κάβα του Caramela και το κρεβάτι ήταν προφανώς διπλό. Πέταξα βαλίτσα και παλτό στην παχιά μοκέτα, ξάπλωσα στο κρεβάτι και άνοιξα την γιγαντοοθόνη που αντί για τηλεόραση που είχα μπροστά μου. ‘Welcome Giorgos Milonas’ έγραφε κι εγώ δεν είχα κινητό με κάμερα για να το φωτογραφίσω και να μπορώ να σας το αποδείξω.
Το επόμενο πρωί έφτασα (ξανά με πληρωμένο ταξί) στα γραφεία της εταιρείας σ’ ένα προάστιο του Δουβλίνου. Η συνέντευξη κράτησε περίπου μισή ώρα. Είχε πάει καλύτερα από την τηλεφωνική με την κυρία Mcκάτι, αλλά όχι τόσο καλά ώστε να θεωρώ την πρόσληψή μου δεδομένη. Τι σημασία είχε; Είχα κάνει δωρεάν ένα διήμερο στο Δουβλίνο, το βράδυ θα έτρωγα Burger King, θα έπινα Guinness στην έδρα της και θα είχα μια ωραία ιστορία να διηγούμαι.
Τρεις μέρες αφότου γύρισα στην Αθήνα, η κυρία ‘τάξε μου’ με κάλεσε ξανά. Είχα γίνει δεκτός και πρώτη Μαρτίου έπρεπε να παρουσιαστώ στα γραφεία της εταιρείας. Τα εισιτήρια ήταν ξανά πληρωμένα, χωρίς επιστροφή αυτή τη φορά, καθώς επίσης και ένα μικρό διαμέρισμα για μία εβδομάδα, στη διάρκεια της οποίας έπρεπε να βρω πού θα μείνω στη συνέχεια. Έπρεπε να κάνω δηλαδή και κάτι μόνος μου.
Στις 30 Φλεβάρη έφτασα στο Δουβλίνο, στην πολυκατοικία, όπου βρισκόταν το διαμέρισμα που θα με φιλοξενούσε την επόμενη εβδομάδα. Σ’ ένα γραφείο στην είσοδο με υποδέχτηκε μία κυρία που δούλευε ως ρεσεψιονίστ.
Συγγνώμη κύριε Μυλωνά, αλλά το μονόκλινο δωμάτιο που σας είχαμε κρατήσει δεν είναι πλέον διαθέσιμο. Θα πρέπει να σας παραχωρήσουμε ένα διαμέρισμα με τρεις κρεβατοκάμαρες. Είστε οκ με αυτό;
Όχι. Αυτό δεν μπορούσε να συμβεί στις 28 Φλεβάρη, ούτε καν στις 29. Εκείνος ο Φλεβάρης είχε 30 μέρες.
Δεύτερο Μέρος
Ξημέρωσε 1η Μαρτίου και κατευθύνθηκα προς το ‘Sandyford’ την τότε αφετηρία της πράσινης γραμμής του Luas, του τραμ του Δουβλίνου. Εκεί, κάθε πρωί περίμενε τους εργαζόμενους της εταιρείας διαδικτυακού πόκερ, στην οποία μόλις είχα προσληφθεί, το shuttle bus, ένα μικρό πούλμαν που μας πήγαινε και μας έφερνε από τη δουλειά κάθε μέρα εκτός Σαββατοκύριακου. Παρά τη συγκεκριμένη άνεση που μας πρόσφερε η εργοδοσία, δεν ήταν λίγα τα Σαββατοκύριακα που καταριόμασταν άπλυστα το δύσμοιρο ριζικό μας, που έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε τα ΜΜΜ.
Οι σουρεαλιστικές σκηνές του τελευταίου διμήνου συνεχίστηκαν στα γραφεία της εταιρείας. Οι νεοπροσληφθέντες -περίπου δεκαπέντε άτομα- καθίσαμε γύρω από ένα οβάλ τραπέζι σαν αυτά των meeting rooms. Από τα χαρακτηριστικά του πρόσωπα μας φαινόταν πως οι χιλιομετρικές αποστάσεις των τόπων γέννησης όσων βρισκόμασταν μέσα στην αίθουσα απείχαν τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μεταξύ τους, που
όταν το παλικάρι που καθόταν δίπλα μου μου είπε πως είχε έρθει από το Βουκουρέστι, ήμουν έτοιμος να τον ρωτήσω τα στέκια του λες και η συγκεκριμένη πόλη συνόρευε με τα Σεπόλια
Τις μεταξύ μας συστάσεις διέκοψε ένας παλιός εργαζόμενος από το HR, ο οποίος αφού μας καλωσόρισε και μας έκανε ένα briefing για το τι επρόκειτο να συναντήσουμε στην εταιρεία, άρχισε να μας αναλύει μερικές από τις παροχές που θα είχαμε. Δωρεάν εισιτήριο απεριορίστων διαδρομών με τις αστικές συγκοινωνίες, δωρεάν πρωινό, δωρεάν μεσημεριανό, δωρεάν χρήση του γυμναστηρίου που βρισκόταν δίπλα στα γραφεία και για να περνάμε καλά και εκτός γραφείου η εταιρεία θα μας πλήρωνε τα έξοδα για ένα χόμπι τη σεζόν. Βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα τεράστιο δίλημμα: Το ρέικι ή τα φαρσί θα ήταν το επόμενό μου χόμπι;
Το training
Από την επομένη θα ξεκινούσαμε το training. Το training περιλάμβανε μερικές ώρες θεωρίας σχετικά με τη θέση μας (είχα προσληφθεί ως εκπρόσωπος του αγγλικού και του ελληνικού -που θα άνοιγε τους επόμενους μήνες- τμήματος εξυπηρέτησης πελατών), αλλά και λίγες ώρες πρακτικής, κατά τη διάρκεια της οποίας καθόμασταν πλάι σ’ έναν παλιότερο συνάδελφο και μαθαίναμε πώς να χειριζόμαστε τις κλήσεις και τα μέιλ των πελατών.
Στα higlights του training περιλαμβάνονταν τα εξής: α) Οι μαθητές στο δικό μου γκρουπ εκπαίδευσης ήμασταν ένας Έλληνας, ένας Γερμανός, μία Ρωσίδα, ένας Ιρλανδός και ένας Κινέζος. Οποιοσδήποτε παραλληλισμός με ανέκδοτο, δεκτός. β) Η πλειοψηφία των πελατών της εταιρείας ήταν Αμερικάνοι και κάθε φορά που καθόμουν πλάι σε κάποιον Ιρλανδό συνάδελφο για να ακούσω τις κλήσεις του, καταλάβαινα σχεδόν όλα όσα έλεγε ο πελάτης και σχεδόν τίποτα από αυτά που έλεγε ο Ιρλανδός, αφού η προφορά των ντόπιων είναι πιο δύσκολη και από αυτή στο listening στο Proficiency του Cambridge, γ) στην πρώτη δοκιμαστική κλήση συνομίλησα μ’ έναν μεθυσμένο Αμερικανό, ο οποίος μόλις άκουσε τα αλά Τσίπρας αγγλικά μου, με ρώτησε κάτι του τύπου: ‘Πώς τα πάτε από ζέστη στις Ινδίες’;
Η φύση της δουλειάς
Όσον αφορά τις αρμοδιότητες ενός μέλους της εξυπηρέτησης πελατών, χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: στη διαχείριση των μέιλ (95% της δουλειάς) και στη διαχείριση των κλήσεων, οι οποίες δεν ξεπερνούσαν τις δέκα την ημέρα. Οι κλήσεις συνήθως προέρχονταν από Καναδούς και Αμερικάνους, που δεν μπορούσαν να καταθέσουν λεφτά στο λογαριασμό τους στο site μας, ενώ τα μέιλ είχαν να κάνουν με δεκάδες διαφορετικά αιτήματα ευρείας γκάμας. Από το ότι κάποιος χρειαζόταν βοήθεια για να αλλάξει το username του μέχρι αποδείξεις πως ο άσος που έπεσε στο river του τελευταίου hand ενός τουρνουά, δεν ήταν στημένος.
Όσο περίεργα και να ήταν τα μέιλ που δεχόμασταν, δεν υπήρχε λόγος για ανησυχία, αφού για το 99% των περιπτώσεων υπήρχαν templates. Δηλαδή προκάτ απαντήσεις στις οποίες αλλάζαμε το όνομα του χρήστη κι άλλες προσωπικές λεπτομέρειες και του το στέλναμε. Όσα ανήκαν στο 1%, τα προωθούσαμε στον προϊστάμενό μας.
Το φαγητό
Μπορεί ο μισθός και οι παροχές της εταιρείας να ήταν εξαιρετικές, αλλά το ωράριο, λόγω της φύσης της δουλειάς, δεν περνούσε και τόσο δημιουργικά. Πριν, όμως, προλάβουμε να γκρινιάξουμε ερχόταν το τριήμερο που είχαμε ρεπό. Δουλεύαμε δέκα ώρες την ημέρα με τρία διαλείμματα (ένα μισάωρο και δύο του τετάρτου), αλλά τέσσερις φορές την εβδομάδα. Παρόλα αυτά, η κορυφαία παροχή της εταιρείας προς τους εργαζόμενους δεν ήταν καμία από αυτές που έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα. Ήταν το φαγητό.
Το μόνο πρόβλημα με το φαγητό ήταν πως δεν είχες χρόνο να φας όσα σου προσφέρονταν.
Για πρωινό υπήρχε ένας μπουφές που θα έκανε τον σεφ του ‘Μεγάλη Βρετάννια’ να κοκκινίσει.
Ψωμί, ζαμπόν, τυρί, βούτυρο, μαρμελάδες, μέλι, γάλα, καφέ, τσάι, cupcakes, strudel, μπανάνες, μήλα, φράουλες, σταφύλια, γιαούρτια σκέτα, γιαούρτια με φρούτα ήταν μερικά από τα πράγματα που είχαμε να επιλέξουμε μιας και σίγουρα ξεχνάω κάμποσα ακόμα. Το πρωινό το τρώγαμε γύρω στις 09:00 και επειδή κατά τις 12:00 θεωρητικά είχαμε χωνέψει -άσχετο που η μαρμελάδα δεν είχε φτάσει ούτε μέχρι τον οισοφάγο- όλοι οι εργαζόμενοι της εταιρείας δεχόμασταν ένα εταιρικό μέιλ.
Στο μέιλ αναφέρονταν τα 4 διαφορετικά +1 vegeterian κυρίως πιάτα από τα οποία μπορούσαμε να επιλέξουμε για μεσημεριανό, δυο διαφορετικές σαλάτες, καυτερές φτερούγες κοτόπουλου ή σούσι για συμπλήρωμα + το γλυκό της ημέρας.
Παρόλα αυτά, τα Σαββατοκύριακα δεν σταματούσαμε να γκρινιάζουμε αφού πέρα από το shuttle bus, δεν λειτουργούσε ούτε η κουζίνα της εταιρείας. Έτσι, αναγκαζόμασταν να παίρνουμε φαγητό από το μηχάνημα στο οποίο ρίχνεις κέρματα για σου δώσει το προϊόν που θες. Η κομβική διαφορά, βέβαια, των μηχανημάτων της εταιρείας από αυτά που έχουμε συνηθίσει είναι πως το συγκεκριμένο δεν χρειαζόταν λεφτά για να λειτουργήσει.
Οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, μπορούσες να πεταχτείς σε ένα από αυτά, αφού υπήρχαν 2-3 σε κάθε όροφο, να πάρεις μία μπανάνα, μία κόκα-κόλα, ένα σακουλάκι smarties και μερικά μπισκότα και να γυρίσεις στο γραφείο σου. Το πρόβλημα με τα Σαββατοκύριακα, ήταν πως ο τελευταίος ανεφοδιασμός των συγκεκριμένων μηχανημάτων γινόταν Παρασκευή με αποτέλεσμα μέχρι την Κυριακή να έχουν αδειάσει. Μας είχαν κακομάθει τόσο πολύ που δεν μαγειρεύαμε μέσα στην εβδομάδα, αφού φεύγοντας από το γραφείο παίρναμε μαζί μας προμήθειες και για το σπίτι.
Με βάση όσα έχουν γραφτεί μέχρι τώρα, θα περίμενε κανείς ένα πολύ εντυπωσιακό τέλος, όπως ότι τελικά έγινα επαγγελματίας παίκτης πόκερ ή ότι έγινα διευθυντής του ελληνικού παραρτήματος της εταιρείας στην Αθήνα. Παρόλα αυτά, συνέβη κάτι πολύ πιο απλό.
Πέρα από το γεγονός πως η δουλεία ήταν εντελώς διεκπαιρεωτική, δεν είχε κανένα άλλο μειονέκτημα. Τουλάχιστον δεν βρήκα κάποιο στους τρεις μήνες που έμεινα στο Δουβλίνο και τη συγκεκριμένη εταιρεία. Ίσα ίσα μου έμειναν αρκετά χρήματα για να κάτσω άλλους τόσους μήνες στην Αθήνα χωρίς να δουλεύω. Ούτε κάποιος συγκεκριμένος λόγος για επιστροφή μου στην Ελλάδα υπήρχε και μόλις έληξε το συμβόλαιο λίγων μηνών που είχα υπογράψει αρχικά με την εταιρεία, ζήτησα να φύγω ανεξάρτητα αν θα ανανεωνόταν ή όχι.
Απλώς αντιμετώπισα από την αρχή την υπόθεση Δουβλίνο, όπως το ταξίδι που μου πλήρωσαν για να πάω στην ιρλανδική πρωτεύουσα για τη συνέντευξη. Σαν μια εμπειρία κατά τη διάρκεια της οποίας θα ζούσα κάτι που δεν είχα ζήσει μέχρι χθες και θα είχα μια ωραία ιστορία να διηγούμαι.”