Σύμφωνα με την Επιτροπή Εποπτείας & Ελέγχου Παιγνίων (ΕΕΕΠ), οι 24 κάτοχοι προσωρινών αδειών διαδικτυακών τυχερών παιγνίων για καζίνο και στοίχημα είχαν ακαθάριστα έσοδα 280,6 εκατ. ευρώ. Στην πράξη όμως η αγορά είναι αρκετά μεγαλύτερη δεδομένου ότι τα συγκεκριμένα μεγέθη προκύπτουν από τις δηλώσεις των επιχειρήσεων, ενώ επιπλέον πρέπει να συνυπολογιστεί και ο παράνομος διαδικτυακός τζόγος.
Αναφορικά με το πρώτο, τα μεγέθη είναι κατά δήλωση, δεδομένου ότι όλες οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά έχουν έδρα εκτός Ελλάδος. Επίσης, εκτός Ελλάδος βρίσκονται και οι υπολογιστές (servers) που εξυπηρετούν τους πελάτες τους στη χώρα μας. Ετσι, τα αποτελέσματα δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν λογιστικά και φορολογικά.
Με δεδομένο τα παραπάνω, το “kathimerini.gr” επισημαίνει πως η αγορά των διαδικτυακών τυχερών παιγνίων εκτιμάται ότι είναι αισθητά μεγαλύτερη. Αν συνυπολογιστεί ο παράνομος τζόγος, τότε οι Ελληνες τζογαδόροι του Διαδικτύου εκτιμάται ότι πέρυσι πόνταραν πάνω από 7 δισ. ευρώ. Παράλληλα, τα ακαθάριστα έσοδα φέρεται να ξεπέρασαν τα 350 εκατ. ευρώ. Τα μεγέθη είναι εντυπωσιακά και συμπεριλαμβανομένου του αθέατου διαδικτυακού τζόγου, τα πονταρίσματα των Ελλήνων στο Διαδίκτυο είναι περισσότερα από τα πονταρίσματα που πραγματοποιούνται στα επίγεια δίκτυα του ΟΠΑΠ και των καζίνο, συμπεριλαμβανομένων των λαχείων και του ιπποδρόμου. Ολες οι προαναφερόμενες δραστηριότητες πέτυχαν πέρυσι πονταρίσματα ύψους 6,0 δισ. ευρώ.
Οι διαδικτυακοί πάροχοι, ωστόσο, έχουν χαμηλότερα ακαθάριστα έσοδα, καθώς τα αποδιδόμενα κέρδη στους πελάτες είναι υψηλότερα έναντι των παρόχων επίγειων τυχερών παιγνίων. Στο Διαδίκτυο οι αποδόσεις φθάνουν το 95%, ενώ στα επίγεια δίκτυα είναι χαμηλότερες από 67% έως 84%. Ωστόσο, οι επίγειες επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερα λειτουργικά κόστη, απασχολώντας προσωπικό και εγκαταστάσεις. Για παράδειγμα τα καζίνο έχουν σαφώς υψηλότερα ακαθάριστα έσοδα (Gross Gaming Revenue, GGR), αλλά η τελική κερδοφορία τους είναι πολύ χαμηλή ή και αρνητική, λόγω του υψηλού κόστους μισθοδοσίας, μίσθωσης χώρων κ.λπ. Στις online επιχειρήσεις τα μόνα μεγάλα κόστη που υφίστανται είναι το εφάπαξ κόστος ανάπτυξης της πλατφόρμας διεξαγωγής των παιγνίων και στη συνέχεια το κόστος του marketing της υπηρεσίας.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, οι διαδικτυακές υπηρεσίες στοιχηματισμού και άλλων τυχερών παιγνίων μπορεί να λειτουργούν με καθαρό κέρδος 35%. Το ελληνικό Δημόσιο επιχειρεί, πλέον, την εκλογίκευση της συγκεκριμένης αγοράς, που λειτουργεί σε μια γκρίζα ζώνη. Η διαδικασία αδειοδότησης που ξεκίνησε προβλέπει ιδιαίτερα ακριβές άδειες, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 4 έως 5 εκατ. ευρώ για μία 5ετία. Επιπλέον, προβλέπεται φορολογία επί των ακαθάριστων εσόδων των παρόχων 35% και επί των κερδών των παικτών 10%. Το τελευταίο θεωρείται μοναδικό εγχείρημα στον πλανήτη, αλλά το ελληνικό Δημόσιο δείχνει να μην μπορεί να απεμπολήσει τα 70 εκατ. ευρώ που εισπράττει κάθε χρόνο από τα κέρδη των παικτών του ΟΠΑΠ. Ετσι, για λόγους ισότιμης μεταχείρισης, ο φόρος αυτός μπαίνει και στα τυχερά παίγνια μέσω Διαδικτύου.