Για τη συμπεριφορά των στοιχηματικών εταιριών απέναντι στους παίκτες υπάρχει ένα ρητό: «Όλοι είστε καλοδεχούμενοι, αρκεί να… μην κερδίζετε»! Όσο (μαύρο) χιούμορ κι αν περιέχει αυτή η πρόταση, δεν παύει να περιέχει και μια μεγάλη δόση αλήθειας.
Ο παίκτης που χάνει συστηματικά, έστω και μικρό μέρος του κεφαλαίου του, είναι η πιο σταθερή πηγή εισοδήματος για έναν online bookmaker. Από τη στιγμή που οι περισσότεροι παίκτες, καλώς ή κακώς, ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία, η εταιρία στοιχημάτων δεν χρειάζεται να δείχνει πολλές φορές το «αυστηρό» της πρόσωπο. Τι γίνεται, όμως, με παίκτες που κερδίζουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα και κάνουν αναλήψεις;
Για να μην χάνεις, κάτι κάνεις!
Ο μπουκ ξεκινάει από ένα αξίωμα, το οποίο ουσιαστικά τον κρατάει σε λειτουργία: Όποιος παίζει, θα χάσει! Βραχυχρόνια ή μακροχρόνια, πολλά ή λίγα, δεν έχει τόση σημασία, αρκεί να επιβεβαιώνεται. Δείτε το κι από την άλλη πλευρά: Αν κέρδιζαν οι περισσότεροι παίκτες, μπουκ θα γίνονταν μόνο τα… κορόιδα.
Το αξίωμα αυτό, το οποίο υπάρχει και στην Ελλάδα σε μορφή παροιμίας («ο πίνων μεθά, ο παίζων χάνει») ισχύει στο μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων. Στις λίγες που δεν συμβαίνει, αυτόματα ο μπουκ έχει διαδικασίες ελέγχου που του χτυπούν… καμπανάκια! Κοινώς, όποιος φαίνεται από τα στοιχεία του μπουκ ότι κερδίζει συστηματικά και κάνει τακτικές αναλήψεις, θεωρείται εξ ορισμού… ύποπτος! Κι αφού η συμπεριφορά του μπαίνει στο μικροσκόπιο, αργά η γρήγορα ο μπουκ θα ανακαλύψει τι ακριβώς κάνει ο παίκτης και τον κερδίζει και θα λάβει τα μέτρα του.
Terms & Conditions: Προσοχή στα… ψιλά γράμματα
Οι περισσότεροι από τους παίκτες ξεπερνούν αυτό το πολύ σημαντικό βήμα χωρίς χρονοτριβή. Πριν ολοκληρώσουν την εγγραφή τους, ο μπουκ τους ζητάει να δηλώσουν ότι διάβασαν προσεκτικά (!), κατανόησαν και συμφωνούν στους «Όρους και Προϋποθέσεις» για να συμμετέχουν στο παιχνίδι.
Σε όλες ανεξαιρέτως τις εταιρίες ζητείται από τους παίκτες να συμφωνήσουν ότι η εταιρεία έχει το δικαίωμα είτε να επιβάλει όρια στοιχηματισμού στα ποσά που δέχεται (betting limit), είτε να «παγώσει» τον λογαριασμό μη δεχόμενη άλλα στοιχήματα (ban), είτε ακόμα και να κλείσει το λογαριασμό οποιουδήποτε πελάτη (close account) με αμετάκλητη δική της απόφαση και χωρίς να εξηγήσει επαρκώς τους λόγους.
Αυτόματα, δηλαδή, ο μπουκ παίρνει στα χέρια του και το καρπούζι και το μαχαίρι του παιχνιδιού, κι αφού ο παίκτης συμφωνήσει για να εγγραφεί δεν μπορεί να εναντιωθεί στην απόφαση.
Ban & Close accounts: Οι πιο συνηθισμένοι λόγοι
Ο κάθε online bookmaker μπορεί να επικαλεστεί μια σειρά από λόγους για να «παγώσει» ή να κλείσει έναν λογαριασμό. Τέσσερις απ’ αυτούς είναι οι πιο συνηθισμένοι, και αναφέρονται μάλιστα τις περισσότερες φορές στους «Όρους και Προϋποθέσεις».
Περιορισμός κράτους (Restricted Country): Αν η εταιρεία δεν έχει άδεια νόμιμης λειτουργίας σε μια χώρα, αλλά ο παίκτης αποδειχτεί ότι είναι κάτοικός της (κι έχει χρησιμοποιήσει διαφορετική IP από την κανονική του για να εισέλθει στο σύστημά της και να εγγραφεί). Συνήθως κάτι τέτοιο «αποκαλύπτεται» όταν ο παίκτης ζητάει ανάληψη σε τράπεζα του κράτους όπου ισχύει ο περιορισμός ή αν από διασταύρωση στοιχείων από ηλεκτρονικό πορτοφόλι (π.χ. Skrill) προκύπτει ότι είναι κάτοικος της χώρας αυτής.
Ψευδή στοιχεία/Ανήλικος/Δεύτερος λογαριασμός: Συνήθως κάτι τέτοιο αποδεικνύεται από την διαφορά στοιχείων μεταξύ της «ταυτότητας» του χρήστη (των στοιχείων, δηλαδή, που δήλωσε κατά την εγγραφή του) και του λογαριασμού (είτε τράπεζας, είτε ηλεκτρονικού πορτοφολιού) στον οποίο ζητάει να πιστωθεί η ανάληψή του. Αν δεν υπάρξει ταυτοπροσωπία, η εταιρεία δικαιούται να αρνηθεί την πληρωμή και να κλείσει το λογαριασμό. Το ίδιο συμβαίνει και με περισσότερους του ενός λογαριασμούς.
Arbing: Με αυτό τον αγγλικό όρο περιγράφεται η διαδικασία που χρησιμοποιεί μερίδα παικτών για να εκμεταλλευθεί τις διαφορές αποδόσεων ανάμεσα στις εταιρείες που είναι τόσο μεγάλες, που εξασφαλίζουν κέρδος ποντάροντας σε όλες τις επιλογές (τα λεγόμενα surebets). Το arbing τυπικά δεν είναι παράνομο, ωστόσο οι μπουκμέικερς το κυνηγούν, για ευνόητους λόγους.
Fraud betting: Αν αποδειχτεί ότι ο παίκτης πόνταρε σε παιχνίδι που έχει χαρακτηριστεί ύποπτο ή στημένο, η εταιρεία μπορεί να του αρνηθεί την πληρωμή και να του κλείσει το λογαριασμό.
Τα «καμπανάκια» των κερδισμένων
Η κάθε εταιρεία έχει τις δικές της δικλείδες, βάσει των οποίων «ανακαλύπτει» τους λογαριασμούς που θεωρούνται «ανεπιθύμητοι». Τα πιο συνηθισμένα «καμπανάκια» που χρησιμοποιούν οι μπουκ για να βάλουν στο στόχαστρο έναν κερδισμένο λογαριασμό είναι τα εξής τέσσερα:
- Κέρδος: Το πρώτο και σημαντικότερο στοιχείο, προφανώς. Οποιοσδήποτε λογαριασμός που παρουσιάζει κέρδος και όχι ζημιά σ’ ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (μήνα και πάνω) μπορεί να ελεγχθεί. Φυσικά δεν λαμβάνονται μέτρα για όλους, δεδομένου ότι υπάρχουν και περιπτώσεις που παίκτες κέρδισαν αρκετές φορές σερί λόγω καθαρής τύχης.
- Ποσά στοιχηματισμού: Όσο πιο ακριβές είναι το ποσό, τόσο πιο… ύποπτος ο λογαριασμός! Αν τα ποσά στοιχηματισμού είναι υπερβολικά όμοια (π.χ. 20 ευρώ σε κάθε bet) ή εξαιρετικά ακριβή (π.χ. 59,32 ευρώ) δηλώνουν είτε ότι ο παίκτης ακολουθεί κάποιο επαγγελματικό σύστημα, είτε ότι κάνει arbing.
- Αγνόηση free bet/bonus: Συνήθως ο παίκτης που θεωρείται επαγγελματίας (άρα και πιο ικανός να «κερδίσει» μακροχρόνια τον μπουκ) δεν ενδίδει στα θέλγητρα ενός free bet ή ενός bonus. Η συστηματική αγνόησή τους από συγκεκριμένους παίκτες είναι ένας σημαντικός λόγος «στοχοποίησης».
- Διάρκεια παραμονής: Οι παίκτες που κερδίζουν τους μπουκ δεν «χαζολογούν» μέσα στο site παρακολουθώντας μια ζωντανή μετάδοση ή παίζοντας live betting. Εγγράφονται, τοποθετούν τα στοιχήματά τους και φεύγουν. Ως εκ τούτου, η ολιγόλεπτη (ακόμα και διάρκειας λιγότερης από λεπτό!) παραμονή στο site καθίσταται… ύποπτη.
- Στο κυνήγι της IP: Οι εταιρίες έχουν δώσει σαφή εντολή στους τεχνικούς τους να «κατασκοπεύουν» όχι μόνο τις περιόδους σύνδεσης, αλλά και τις διευθύνσεις (IP) με τις οποίες συνδέονται. Αν υπάρχει ασυνήθιστη δραστηριότητα, με συνδέσεις από διαφορετικές IP σε μικρό χρονικό διάστημα (που δεν δικαιολογούνται από τυχόν μετακινήσεις του χρήστη του λογαριασμού) βάζουν αυτόματα τον λογαριασμό στο μικροσκόπιο.
Σύσκεψη: «Γιατί μας κερδίζουν»;
Όσο κι αν φαίνεται τραβηγμένο, υπάρχουν εταιρείες στις οποίες μία φορά το μήνα γίνεται… σύσκεψη, στην οποία συζητούνται τα στοιχεία και η συμπεριφορά των 100 πιο κερδοφόρων λογαριασμών του μήνα! Στο στόχαστρο δεν μπαίνουν μόνο τα απόλυτα νούμερα, αλλά και το ποσοστιαίο κέρδος του κάθε παίκτη. Ο στόχος είναι απλός: Να ξεκαθαριστεί ποιοι από τους συγκεκριμένους παίκτες είχαν κέρδος από τύχη ή επειδή βρίσκονται σε καλό φεγγάρι (οπότε ο μπουκ δεν θα λάβει μέτρα, απλά θα περιμένει να χάσουν τον επόμενο μήνα) και ποιοι είτε χρησιμοποιούν σύστημα, είτε είναι arbers.
Προσοχή στους διακινητές
Ανέκαθεν οι μπουκ σέβονταν τους καλούς παίκτες τους, μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις τους έκαναν πρόταση να γίνουν συνεργάτες τους (compilers)! Ένας μπουκ, βέβαια, μπορεί να «αντέξει» έναν αριθμό καλών παικτών, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί παίζουν ως… μοναχικοί λύκοι. Αν κάποιος καλός παίκτης διακινεί ο ίδιος τα στοιχήματά του (επί πληρωμή ή σε φίλους, σε forum ή πληρωμένες υπηρεσίες) είναι προφανές ότι ο κίνδυνος του μπουκ αυξάνεται, αφού δέχεται «προσεγμένα» στοιχήματα σε πολύ μεγαλύτερο τζίρο.
Οι μπουκ παρακολουθούν αυτές τις υπηρεσίες και «στοχοποιούν» τους παίκτες που τις ακολουθούν κατά σύστημα. Αυτοί είναι οι πρώτοι υποψήφιοι για να δουν τους λογαριασμούς τους να περιορίζονται.
«Παίξε κάπου αλλού»
Το μέτρο του περιορισμού στοιχήματος σε συγκεκριμένες κατηγορίες είναι, θεωρητικά, πολύ πιο ήπιο μέτρο του μπουκ από το να κλείσει τελείως τον λογαριασμό, αλλά φέρει παρόμοια αποτελέσματα. Στην κατηγορία αυτή ο μπουκ εντάσσει παίκτες που τον κερδίζουν στοχεύοντας σε λίγες που δεν είναι τόσο δημοφιλείς και συνήθως δεν υπάρχει compiler να τις παρακολουθεί. Εκεί ο ψαγμένος παίκτης μπορεί να έχει πλεονέκτημα και να το εκμεταλλεύεται.
Με την κίνηση του περιορισμού ο μπουκ στοχεύει να… «ξενερώσει» τον παίκτη, ο οποίος προφανώς θα ψάξει κάπου αλλού να παίξει τα συγκεκριμένα στοιχήματά του, χωρίς να τον κλείσει. Συνήθως, μάλιστα, ο περιορισμός είναι… εξευτελιστικός. Από εκεί που το όριο π.χ. ήταν 100 ευρώ, ο μπουκ το κατεβάζει στα 5 ευρώ! Δίνει, δηλαδή, ξεκάθαρο μήνυμα ότι δεν θέλει τον παίκτη σ’ αυτές τις λίγκες.
«Δεν βγαίνω, μάνα μου»!
Αν κάποιος κάνει μια συζήτηση με έναν μπουκμέικερ, θα ακούει μια κατάσταση που λίγο μοιάζει μ’ αυτό που έχει στο μυαλό του. Ο μπουκμέικερ θα του μιλήσει για τεράστια έξοδα, για μισθούς ανθρώπων, για πανάκριβα software, για δεκάδες compilers, για τεχνικούς, για customer service, για agents του live betting. Παράλληλα θα ακούσει ότι τα περιθώρια κέρδους είναι εξαιρετικά χαμηλά, για τα ανταλλακτήρια που έχουν μηδενίσει τις γκανιότες, για το 3%-4% με το οποίο δουλεύει.
Όλα αυτά για να πείσει ότι αυτό που χρειάζεται σε μεγάλο βαθμό είναι συγκεκριμένο προφίλ παίκτη: Νεαρό, που νομίζει ότι τα ξέρει όλα, παίζει με ένστικτο, παίζει μόνο στα δημοφιλή πρωταθλήματα και μοιράζεται τις ιδέες του με τους φίλους του. Αυτό το είδος παίκτη είναι ο λεγόμενος “recreational player”. Αν έχει πολλούς τέτοιους, μπορεί να «αντέξει» και κάποιους καλούς, αλλιώς δεν θα βγαίνει ο λογαριασμός.